- λούζα
- η обл1) свиная колбаса; 2) лужайка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούζα — και λούτζα και λόζα, η 1. είδος αλλαντικού από χοιρινό φιλέτο 2. άδενδρη τοποθεσία σε δασώδη έκταση … Dictionary of Greek
λούτζα — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού δίκταμνος, το δίκταμο 2. λούζα* … Dictionary of Greek
Βαιθήλ — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, με προηγούμενη ονομασία Λουζ ή Λουζά. Βρισκόταν στο όρος Εφραίμ, βόρεια της Ιερουσαλήμ, και αποτελούσε τον πρώτο γνωστό τόπο λατρείας των Ιουδαίων, που ίσως από τη ρωμαϊκή εποχή τον χρησιμοποιούσαν ήδη για… … Dictionary of Greek